- πρατήνιον
- τὸ, Α1. (αττ. τ.) το ὕπερον*2. χρονιάρικο αρνί, πρητήν*.[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Μικρά Ασία. Ο τ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Φώτιος «προτήνιονἡλικία τις αἰγός» και τού τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «πρητήνὁ ἐνιαύσιος ἀμνός»].
Dictionary of Greek. 2013.